- αβγότσουφλο
- και -τσοφλο και -τσιφλότο κέλυφος, το τσόφλι τού αβγού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
αβγόφλουδα — η το αβγότσουφλο* … Dictionary of Greek